γλωσσομιξία

γλωσσομιξία
η смешение языков, диалектов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλωσσομιξία" в других словарях:

  • γλωσσομ(ε)ιξία — η ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων διαφόρων εποχών ή διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μιξία < μικτός < μείγνυμι. Η λ. γλωσσομιξία μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»